σχεδιογραφώ — ησα, ήθηκα, ημένος, απεικονίζω κάτι πάνω σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχεδιογράφηση — και σχεδιαγράφηση, η, Ν η ενέργεια τού σχεδιογραφώ, η απεικόνιση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιογραφώ / σχεδιαγραφώ. Ο τ. σχεδιογράφησις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… … Dictionary of Greek
σχεδιαγραφώ — Ν βλ. σχεδιογραφώ … Dictionary of Greek
σχεδιογράφημα — και σχεδιαγράφημα, το, Ν το αποτέλεσμα τού σχεδιογραφώ, η παράσταση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδιάγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω). Ο τ. σχεδιογράφημα… … Dictionary of Greek
σχεδιαγραφώ — βλ. σχεδιογραφώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)